τελεστικόν

τελεστικόν
τελεστικός
fit for finishing
masc acc sg
τελεστικός
fit for finishing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ГИЕРОКЛ АЛЕКСАНДРИЙСКИЙ —     ГИЕРОКЛ АЛЕКСАНДРИЙСКИЙ (Ἱεροκλῆς) (5 в. н. э), представитель Александрийской школы платонизма, ученик Плутарха Афинского. Как преподаватель платоновской философии толковал отдельные диалоги Платона (в частности, «Горгия», ср. Damasc. V. Isid …   Античная философия

  • τελεστικός — ή, όν, Α [τελεστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.) 2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.) 3. κατάλληλος για μύηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”